διαλαλώ

διαλαλώ
(AM διαλαλῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα
2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω
3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο
4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό
5. εκποιώ σε δημοπρασία
6. εκθέτω, διαπομπεύω
νεοελλ.
1. (για καμπάνα) σημαίνω για να επακολουθήσει ανακοίνωση από τον διαλαλητή
2. προκηρύσσω
μσν.
αναγορεύω, αναδεικνύω
αρχ.
1. συνομιλώ, συζητώ
2. φλυαρώ
3. παθ. διαλαλοῡμαι
γίνεται πολύς λόγος για μένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαλαλώ — διαλαλώ, διαλάλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαλαλώ — διαλάλησα, διαλαλήθηκα, διαλαλημένος, διαδίδω με στομφώδη τρόπο, κοινολογώ, διατυμπανίζω: Οι μικροπωλητές διαλαλούν τα προϊόντα τους στα παζάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατυμπανίζω — διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία …   Dictionary of Greek

  • αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος …   Dictionary of Greek

  • αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • βούκινο — Χάλκινο πνευστό όργανο, με οξύ ήχο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στη ρωμαϊκή εποχή. Στους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν βυκάνη, και βουκινάτορες ή βουκινάριοι οι σαλπιγκτές. Το β. ήταν πολύ διαδεδομένο στη Γαλλία και κατά την εποχή της Γαλλικής… …   Dictionary of Greek

  • γέγωνα — (Α) 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω αρχ. μσν. φρ. «γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ» με δυνατή φωνή, όχι χαμηλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος παρακμ. με σημ.… …   Dictionary of Greek

  • γεβεντίζω — και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω) 1. διαπομπεύω 2. προσβάλλω 3. διαλαλώ, διακηρύσσω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους… …   Dictionary of Greek

  • γεγωνίσκω — (Α) 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. διακηρύσσω, διαλαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός σε ίσκω τού γέγωνα] …   Dictionary of Greek

  • δευτεροδιαλαλώ — για δεύτερη φορά διαλαλώ, διακηρύττω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”